σύνειμι

σύνειμι
(I)
και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί]
1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι
2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.)
3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.)
4. συνουσιάζομαι
5. (για ζώα) ζευγαρώνω
6. (για μαθητή) συχνάζω, φοιτώ
7. δείχνω εύνοια σε κάποιον, τόν βοηθώ («Δίκη, ξυνοῡσα φωτί», Αισχύλ.)
8. συνυπάρχω με κάτι
9. συνδέομαι με κάποιον
10. ασχολούμαι με κάποιον ή με κάτι
11. λαμβάνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον («συνεῑναι συνόδοις», πάπ.)
12. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συζυγία («Ζηνὶ συνὼν Κρόνος», Μαν.)
13. απόλ. υπάρχω επί πλέον («ὅπου κεφαλαλγία σύνεστι», Γαλ.)
14. (το αρσ. πληθ.) μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συνόντες
α) (με δοτ.) οι συνοδοιπόροι κάποιου
β) οπαδοί
γ) ακόλουθοι
δ) σύντροφοι
ε) μαθητές
στ) συνδαιτυμόνες
ζ) φίλοι από φιλοξενία, φιλοξενούμενοι
η) συμπολεμιστές
15. φρ. α) «ὀνείρασιν ξύνειμι» — ονειρεύομαι (Αισχύλ.)
β) «νόμῳ σύνειμι» — είμαι άρρωστος, νοσώ (Σοφ.)
γ) «κακοῑς ξύνειμι» — είμαι αναμεμιγμένος με συμφορές, έχω πείρα από συμφορές (Σοφ.)
δ) «πράγμασι σύνειμι» — ασχολούμαι, καταγίνομαι με υποθέσεις.
————————
(II)
ΜΑ, και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἶμι]
συνετίζομαι, σωφρονίζομαι
αρχ.
1. συμπορεύομαι, συμβαδίζω
2. συναντώμαι με κάποιον σε μάχη, συγκρούομαι («συνήισαν ἐς τὴν μάχην», Ηρόδ.)
3. (για πολιτείες) έρχομαι ή βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση
4. συνέρχομαι σε σύσκεψη, συσκέπτομαι, συζητώ («συνιέναι δὲ μόνον περί τε νόμων θέσεως», Αριστοτ.)
5. συνωμοτώ («συνιέναι τοῑς φυγάσιν ἐπὶ καταλύσει τοῡ δήμου», Δείν)
6. (για πράγματα) συναθροίζομαι, συλλέγομαι («ἀέρα ξυνιόντα καὶ πυκνούμενον νέφος», Πλάτ.)
7. επανέρχομαι, παλινδρομώ («ἡ τοῡ παντὸς περίοδος... κυκλοτερὴς οὖσα καὶ πρὸς αὐτὴν πεφυκυῑα βούλεσθαι ξυνιέναι», Πλάτ.)
8. (για πράγματα) συστέλλομαι
9. (για ουράνια σώματα) έρχομαι σε συζυγία
10. (για χρήματα) αποταμιεύομαι («χρημάτων μεγάλων συνιόντων», Ηρόδ.)
11. φρ. «σύνειμι εἰς κοινωνίαν»
α) νυμφεύομαι («τὸν ὑποδεέστερον ἀεὶ τιμῶντα εἰς τὴν κοινωνίαν ξυνιέναι», Πλάτ.)
β) (ιδίως για ζώα) συνουσιάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύνειμι — 1 sum pres ind act 1st sg σύνειμι 2 ibo go pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνιόν — σύνειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric) σύνειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) σύνειμι 2 ibo go pres part act masc voc sg σύνειμι 2 ibo go pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνιόντα — σύνειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) σύνειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) σύνειμι 2 ibo go pres part act masc acc sg σύνειμι 2 ibo go pres part act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιόν — σύνειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric) σύνειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) σύνειμι 2 ibo go pres part act masc voc sg σύνειμι 2 ibo go pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιόντα — σύνειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) σύνειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) σύνειμι 2 ibo go pres part act masc acc sg σύνειμι 2 ibo go pres part act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνιόντων — σύνειμι 1 sum pres part act masc/neut gen pl (doric) σύνειμι 2 ibo go pres imperat act 3rd pl σύνειμι 2 ibo go pres part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνῆν — σύνειμι 1 sum imperf ind act 1st sg σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιόντων — σύνειμι 1 sum pres part act masc/neut gen pl (doric) σύνειμι 2 ibo go pres imperat act 3rd pl σύνειμι 2 ibo go pres part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνῆν — σύνειμι 1 sum imperf ind act 1st sg σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεσομένων — σύνειμι 1 sum fut part mid fem gen pl σύνειμι 1 sum fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”